Καλλιτεχνική Έρευνα Τοπίου

Το Τηνιακό τοπίο ως μυθικό αφήγημα του παρόντος

Το Σχέδιο Βωλάξ, συστήνει ένα ερευνητικό πλαίσιο παραστατικής και καλλιτεχνικής πρακτικής για να εξετάζει τα παραστατικά δεδομένα του εργαστήριου ανταπαντώντας στο ερώτημα: γιατί είναι σημαντικό να διατηρήσουμε το Κυκλαδίτικο τοπίο σήμερα;  

Το έργο αναγνωρίζει την τουριστική ανάπτυξη των Κυκλάδων ως τη «βαριά βιομηχανία» της χώρας και την αλλοτρίωση του τοπίου σε πολλαπλά επίπεδα. Αναζητά ενσώματα παραστατικά αφηγήματα που μιλούν για το συγκεκριμένο τόπο πέρα από την αντίληψή του ως φυσικό περιβάλλον,  ιστορικό χώρο ή αγαθό προς οικονομική διαχείριση. Το Σχέδιο Βωλάξ, εξερευνά το Κυκλαδίτικο τοπίο ως τρόπο ύπαρξης, οντολογικής διαδικασίας και πρακτικής του «είμαι». Και την ίδια στιγμή, διερευνά τις  διαδικασίες/επιστημολογίες με τις οποίες το κοιτάμε, προβάλουμε και εκδηλώνουμε το συλλογικό μας «εγώ». Δεν προσεγγίζει το τοπίο ως πληροφορία, εξειδικευμένη γνώση, αγαθό προς κατανάλωση αλλά ως πρακτική μέσα από την οποία ονειρευόμαστε και προσδιορίζουμε τη θέση μας στον κόσμο.

Το Σχέδιο Βωλάξ: Προς Αναζήτηση Εδάφους οργανώνει και συστήνει ένα πλαίσιο καλλιτεχνικής έρευνας για να διερευνήσει προσωπικά και συλλογικά αφηγήματα  στο τοπίο ως ενεργοί πράκτορές του και ζωντανοί μύθοι του και τα εξής ερωτήματα: 

– Ποια είναι η ενσώματη εμπειρία του τοπίου; Τι είδους παραστατικό υλικό (κίνηση, κείμενο, σχήμα, συναίσθημα, αφήγημα) δημιουργεί; Πώς συνομιλεί με την παρούσα ιστορική στιγμή; Πως επιτελείται η συμβίωση των ανθρώπων με το συγκεκριμένο περιβάλλον; Τί φτιάχνουν μέσα σε αυτό; Τι είδους αφήγημα δημιουργούν για το πολιτισμικό παρόν; 

– Ποια είναι η ενσώματη εμπειρία του Τηνιακού τοπίου; Τι είδους παραστατικό υλικό δημιουργεί (κίνηση, κείμενο, σχήμα, συναίσθημα, αφήγημα); Πώς συνομιλεί με την παρούσα ιστορική στιγμή; 

Πώς επιτελείται η συμβίωση των ανθρώπων με το συγκεκριμένο περιβάλλον; Πώς οι κάτοικοί του συμβαίνουν μαζί με το τοπίο και τί φτιάχνουν μέσα σε αυτό; Ποιες πρακτικές επινοούν για την εργασία τους, τη διασκέδασή τους, τον ελεύθερο χρόνο τους; Τι είδους αφήγημα δημιουργούν για το πολιτισμικό παρόν;

Για το Σχέδιο Βωλάξ, η ομάδα Geopoetics εστιάζει στο στάδιο της «εναρμόνισης» (attunement) του σώματος με το τοπίο. Ως μια πειθαρχία «εναρμόνισης» (attunement), μια επι-τόπια παραστατική πρακτική που εξερευνά την αντίληψη in situ ως κίνηση, συναίσθημα, δράση και ανθρώπινη δραστηριότητα,

Αυτό το στάδιο της πρακτικής πραγματοποιείται προς δύο κατευθύνσεις: ως σωματική πρακτική και ως πεδίο εργασιών/δραστηριοτήτων.

Τοπίο ως Σώμα – παραστατική πρακτική της γεωποιητικής

Η σωματοποίηση του τοπίου (the embodiment of the landscape) αφορά τη διερεύνηση των τρόπων με τους οποίους το κινούμενο σώμα συνδέεται με το περιβάλλον και δημιουργεί νόημα. Εδώ οι performer χρησιμοποιούν παραστατικές πρακτικές για να εναρμονιστούν με την εμπειρία του χώρου και ως δοχείο (container) να εξετάσουν τυποποιημένες, οικείες αλλά και άγνωστες (ατομικές και συλλογικές) ταυτότητες/τρόπους αντίληψης του συγκεκριμένου τόπου. Για τη σωματοποιήση του τοπίου, η πρακτική της Geopoetics αντλεί μεθόδους από τη σωματική θεατρική παράδοση της Ανατολικής Ευρώπης, τη μεταμοντέρνα Αμερικάνικη γενεαλογία χορού, και τις πρακτικές του βουδιστικού όρου ενσυνειδητότητας (mindfulness/sati). H πρακτική αυτή παράγει μη-στυλιζαρισμένη κίνηση ή και δράση η οποία εγγράφεται ως ανταπόκριση του σώματος στο χώρο. Ενεργοποιημένη από τη σωματική παρόρμηση μέσα σε μια αυτοσχεδιαστική δομή, η πρακτική επικεντρώνεται στην αποδόμηση της επιτόπιας ζωντανής εμπειρίας διαφοροποιώντας την σε σωματικά-νοητικά μοτίβα, αισθήματα και δράσεις και εστιάζοντας στο άνοιγμα του σώματος στον εξωτερικό χώρο, στο «ησύχασμα» του κοινωνικού και ψυχολογικού εαυτού και στη διερεύνηση της συνδιαλλαγής εσωτερικών και εξωτερικών τοπιογραφιών.

Η πρακτική αναπτύσσεται προσθετικά. Αρχικά καλλιεργείται η έννοια της ενσυνειδητότητας  στο τοπίο  μέσα από το διαλογισμό samatha vipashyana. Στη συνέχεια, διερευνάται το βίωμα του τόπου ως υλικότητα μέσα από το κινητικό λεξιλόγιο του Body-Mind Centering® και την πρακτική Red Square της Barbara Dilley . Ακολουθεί η επεξεργασία του χώρου ως ευαισθησία/συναίσθηση με την άσκηση plastiques, προερχόμενη από την ψυχοσωματική εκπαίδευση του ηθοποιού του συστήματος Grotowski. Η πρακτική κορυφώνεται με την εξερεύνηση του τόπου ως σωματική ή και ομαδική δράση/δραστηριότητα μέσα από το Contemplative Dance Practice της Barbara Dilley. Η  ενσώματη πρακτική του τοπίου δίνει τη δυνατότητα στους καλλιτέχνες να ερμηνεύσουν (με) τον χώρο από μια θέση ανταπόκρισης και όχι προ-αποφασισμένης δράσης. Οργανώνει ένα τρόπο του «να είμαι» στο τοπίο και παρέχει μια «λογική» (Overlie, 2006, 188) μέσω της οποίας οι performer «διαβάζουν» το χώρο ως τις συνειρμικές, συναισθηματικές και νοητικές ανταποκρίσεις τους σε αυτόν. Το υλικό αυτό δημιουργεί ένα εν δυνάμει αφήγημα το οποίο εμπλουτίζεται παραστατικά (φωνή, υλικότητα, κείμενο)  και οργανώνεται γύρω από μια ιδέα με αρχή, μέση και τέλος.

Τοπίο ως Συμβίωση – πρακτική των rosanayaris

Το δεύτερο στάδιο της πρακτικής της «εναρμόνησης» αφορά τo τοπίο ως πεδίο εργασιών/καθημερινών δραστηριοτήτων (the landscape as a taskscape) (Ingold, 1993, 159): Η έννοια αυτή αναφέρεται στο σύνολο κινήσεων όπως διαμορφώνονται από τις απαραίτητες εργασίες διαβίωσης του συγκεκριμένου τοπίου. Η κίνηση του πεδίου εργασιών παρατηρείται και είναι προσβάσιμη μόνο στην παρούσα στιγμή (ο.π. σελ. 159). Περικλείει μια αισθησιακή εμπειρία του χώρου και παράγει δραστηριότητα από τους κατοίκους του καθώς και εκείνοι  «αμοιβαία ‘ [αντι]δρουν πίσω’ στη διαδικασία του δικού τους κατοικειν» (ο.π. σελ. 163). Εδώ η πρακτική εξερευνά τους πολιτισμούς και  τις κουλτούρες του τόπου ως πρακτικές που μπορούν να υποστούν περεταίρω (θεατρική/καλλιτεχνική) επεξεργασία. 

Για την εξερεύνηση του Τηνιακού τοπίου ως πεδίο εργασιών/δραστηριοτήτων η πρακτική της Geopoetics στρέφεται σε καλλιτεχνικές μεθοδολογίες της σχεσιακής τέχνης (relational art). Σύμφωνα με τον επιμελητή και κριτικό τέχνης Nicolas Bourriaud, η σχεσιακή τέχνη ορίζεται ως «η τέχνη που έχει σαν θεωρητικό ορίζοντα τη σφαίρα της ανθρώπινης αλληλεπίδρασης και το κοινωνικό της πλαίσιο» (Bourriaud 1998, σ.14). Έχοντας ως κύριο στόχο τη δημιουργία σχέσεων και τη συσχέτιση και αλληλεπίδραση τέχνης και ζωής, ο άνθρωπος συγκαταλέγεται στα βασικά συστατικά του έργου. Οι καλλιτέχνες προτείνουν στιγμές κοινωνικότητας, ή αντικείμενα που παράγουν κοινωνικότητα χρησιμοποιώντας υπάρχοντες τύπους σχέσεων ή αναδημιουργώντας κάποιους παλιότερους. Επικεντρώνονται στο κομμάτι των συναναστροφών, χωρίς να συμμετέχουν ή να ενθαρρύνουν, εσκεμμένα, άλλες κοινωνικές δράσεις δημιουργώντας «καινούργιες κοινωνικότητες» (Βourriaud 1998, σ.47) στο παρόν.

Οι πρακτικές της σχεσιακής τέχνης χαρακτηρίζονται από «θεατρικότητα» αφού κάθε φορά δημιουργούν πλαίσια χώρου και χρόνου για μια συνάντηση, ένα μοίρασμα, μια συναναστροφή. Δημιουργούν ένα πεδίο προσφοράς, ανταλλαγής ή και διαχείρισης ενός ζητήματος της κοινότητας με στόχο την επίτευξη ενός αποτελέσματος μέσα από τη σχέση. Τέτοιες πρακτικές είναι οι περιπατητικές πρακτικές των καταστασιακών (situationists) με  στόχο τη δημιουργία καταστάσεων/συμβάντων, οι βιωματικές συνεντεύξεις που ανοίγουν διάλογο και ανταλλάσσουν υλική και κοινωνική γνώση, οι συζητήσεις, τα παιχνίδια και οι επιτελέσεις της καθημερινής ζωής όπως η προπαρασκευή φαγητού και το μαγείρεμα.